ΠεριπΕτειες... μΗλων
Οι μαθητές με ερέθισμα το αγαπημένο φρούτο, αλλά και με πολλή φαντασία, δημιούργησαν ιστορίες και παραμύθια.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΜΗΛΟΥ
Κάποτε, σε έναν απομακρυσμένο αγρό γεμάτο δέντρα και φρούτα ζούσε και μια μηλιά.
Στην εποχή της καρποφορίας ήταν φορτωμένη με μήλα. Στη «γέννηση» όμως ενός μήλου ένοιωσε έναν έντονο πόνο. «Ανυπόμονο θα είναι» είπε χαϊδεύοντας με τον αέρα τον κορμό της. Έτσι περνούσε ο καιρός. Όταν, όμως, ήρθε η κατάλληλη στιγμή, το μήλο επιτέλους γεννήθηκε. Ήταν ένα όμορφο, ζουμερό και κατακόκκινο μήλο.
«Καλωσόρισες» του φώναξαν τα αδέλφια του και του έκαναν χαρές και χάδια. Ξαφνικά όμως ,φύσηξε δυνατός αέρας. Τόσο δυνατός , που το μήλο μας έπεσε και παρασύρθηκε στο ποτάμι.
«Μην ανησυχείτε παιδιά, το ποτάμι είναι μαγικό και θα γιατρέψει τις πληγές του» είπε με καθησυχαστικό τρόπο η μάνα. Και σαν από θαύμα, στο ποτάμι , ναι, όλα τα ζουλήγματα και οι πληγές του εξαφανίστηκαν. Χωρίς καθόλου να το καταλάβει πέρασε μια ολόκληρη μέρα ταξιδεύοντας όπως πήγαιναν τα νερά. Δεν φοβόταν καθόλου. Ίσα- ίσα που του άρεσε. Έβλεπαν τόσα αξιοθαύμαστα πράγματα τα ματάκια του που δεν ήθελε να τελειώσει αυτό το ταξίδι.
Συγχρόνως ,όμως ,μεγάλωνε κιόλας . Την Πέμπτη μέρα είχε γίνει τόσο μεγάλο που φάνταζε σαν μεγάλο μπαλόνι. Εντωμεταξύ, στην πορεία του, αποκτούσε όλο και νέους φίλους. Τον Κοκκινολαίμη, τα αδέλφια καλάμια και άλλους πολλούς.
Και κυλούσαν και κυλούσαν μέχρι που το νερό άρχισε να μυρίζει ιώδιο και αλάτι. «Ω! όχι!» είπε το μηλαράκι τρομαγμένο. «Ο Κοκκινολαίμης μου είπε ότι η θάλασσα έχει πολλούς κινδύνους». Τα έχασε και δεν ήξερε τι να κάνει. Για μια στιγμή ένιωσε κάτι να το σηκώνει και να το βγάζει έξω από το νερό. «Ένα τρυφερό ανθρώπινο χέρι είναι αυτό!» σκέφτηκε. Γύρισε το κεφάλι του και είδε ένα κοριτσάκι. «Μπορώ να σε φάω;» ρώτησε. «Φυσικά!» απάντησε το μήλο. «Προτιμώ να με ευχαριστηθεί ένα κοριτσάκι παρά η θάλασσα» της είπε όλο χαρά. Το μηλαράκι συνέχισε να χαμογελά ευτυχισμένο μέχρι που έπεσε η πρώτη δαγκωνιά?.
ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΠΑΚΡΑΤΣΑ Β2
Το μήλο του χαμένου πειρατή
Μια φορά κι ένα καιρό στο βασίλειο του Πέρα ?Πέρα, ο Ξενοφών, ένας απλός υπηρέτης ερωτεύτηκε την κόρη του βασιλιά, τη Μάρθα. Όταν ο βασιλιάς έμαθε τα συναισθήματα του υπηρέτη τον κάλεσε και του είπε:
-Αν θες να παντρευτείς την κόρη μου πρέπει να μου φέρεις το μήλο του χαμένου πειρατή .Αν δεν πας θα σε στείλω στα λιοντάρια.
Ο υπηρέτης χωρίς να το σκεφτεί πολύ του απάντησε:
-Δέχομαι την προσφορά σου, αλλά δεν έχω ούτε καράβι ούτε πλήρωμα.
Τότε ο βασιλιάς του λέει:
-Θα σου δώσω το καλύτερο μου καράβι, όσο για το πλήρωμα υπάρχουν πολλοί άνεργοι ναύτες τους οποίους θα πληρώσεις με χρήματα που θα σου δώσω.Το ταξίδι σου ξεκινά αύριο το ξημέρωμα.
Ο βασιλιάς έβαλε αυτήν την δοκιμασία στον υπηρέτη για να δει αν πραγματικά αγαπούσε την κόρη του και αν θα κατάφερνε να αντιμετωπίσει εμπόδια που ούτε εκείνος είχε φανταστεί.
Η νύχτα πέρασε κι ο ήλιος ανέτειλε για άλλη μια φορά στον συννεφιασμένο ουρανό κι ο Ξενοφών πήγε στο λιμάνι για να διαλέξει το γενναίο πλήρωμα που θα τον ακολουθούσε στο μεγάλο αυτό το ταξίδι.
Διάλεξε για καπετάνιο τον καλύτερο, τον κάπτεν Σπάρκ , δυο ατρόμητους πειρατές κατάλληλους για σκληρές μάχες τον Κοκκινογένη και τον Τσακ- Σπάροου , δυο δυνατούς μούτσους που εγκατέλειψαν το χωριό τους γιατί βαρέθηκαν να πολεμούν τους Ρωμαίους και ήθελαν να κάνουν κάτι διαφορετικό τον Οβελίξ και τον φίλο του Αστερίξ και την καλύτερη μαγείρισσα του βασιλείου την Βέφα.
Όλα πήγαιναν μια χαρά το πλήρωμα βρισκόταν στην τρίτη μέρα του ταξιδιού, όταν ξαφνικά, στον ουρανό εμφανίστηκαν πέντε μεγάλα κάτασπρα πουλιά. Ήταν άγρια και έβγαζαν δυνατές κραυγές. Ο Κοκκινογένης μόλις τα είδε είπε στην μαγείρισσα να φτιάξει τα πιο νόστιμα της φαγητά για να τα ταΐσουν.
Ο Ξενοφών και οι υπόλοιποι κρύφτηκαν μέσα στο πλοίο γιατί τα πουλιά έκαναν επίθεση σε ότι κινούνταν.
Η Βέφα έβαλε όλη της την τέχνη και έφτιαξε υπέροχα παπουτσάκια, νοστιμότατα ψάρια με κρεμμύδια στο φούρνο, αρνάκι φρικασέ και δυο ροδοψημένες γαλοπούλες.
Ο Αστερίξ και ο Οβελίξ ανάλαβαν το τάϊσμα των πουλιών. Πετούσαν τις τροφές στον αέρα και αυτά με απίστευτη ταχύτητα τα καταβρόχθιζαν. Έφαγαν τόσο πολύ που στο τέλος έσκασαν από το φαί και έπεσαν στη θάλασσα. Τότε ο Τσακ-Σπάροου είπε με δυνατή φωνή:
-Γλιτώσαμε παιδιά, προχωράμε!
Ενώ όλα ήταν μια χαρά και ταξίδευαν σε ήρεμη και καταγάλανη θάλασσα, ο ουρανός μέσα σε λίγα λεπτά πήρε το ίδιο χρώμα που είχε η θάλασσα και το τοπίο έγινε ένα.
Ο Ξενοφών και το πλήρωμα τα έχασαν δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι γινόταν. Τα πάντα γύρω τους ήταν γαλάζια και νόμιζαν ότι βρίσκονταν στον αέρα. Ένα δυνατό μπουρίνι έφερε κύμα στην ήρεμη θάλασσα και λίγα μέτρα από την πλώρη του καραβιού εμφανίστηκε μια τεράστια ρουφήχτρα που πήρε ολόκληρο το πλοίο στο βυθό της θάλασσας.
Κατά ένα μαγικό τρόπο οι άνθρωποι μπορούσαν να αναπνέουν αλλά και να ταξιδεύουν μέσα στο βυθό. Όλοι τα είχαν χαμένα δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι συνέβαινε.
Δεν πέρασε αρκετή ώρα και στο βάθος της θάλασσας διέκριναν ένα παλάτι φτιαγμένο από όστρακα κάθε λογής.
Ο Κοκκινογένης με δυνατή φωνή είπε: Αχά! Το παλάτι του χαμένου πειρατή τελικά υπάρχει.
Κατέβηκαν από το καράβι και μπήκαν στο παλάτι. Ένας άντρας μεγαλόσωμος, με κοντά σγουρά μαλλιά, μαύρα μάτια και ντυμένος με όμορφα και καλοφτιαγμένα ρούχα τους ρώτησε τι ζητούσαν στο παλάτι του.
Ο Ξενοφών του είπε το λόγο για τον οποίο είχε κάνει αυτό το ταξίδι και εκείνος με βροντερή φωνή του απάντησε: το μήλο θα σου το δώσω μόνο αν μου υποσχεθείς ότι θα μου το επιστρέψεις πίσω. Είναι ένα μήλο μαγικό, στο άκουσμα μιας ερώτησης λέει πάντα την αλήθεια και είναι δώρο από την Μοίρα μου την ημέρα που γεννήθηκα.
Αφού του έδωσε τον λόγο του ξεκίνησαν το ταξίδι του γυρισμού και έφτασαν στο βασίλειο του Πέρα-Πέρα, όπου ο βασιλιάς τους περίμενε με μεγάλη ανυπομονησία.
Ο Ξενοφών του παρέδωσε το μήλο και του είπε ότι έπρεπε να το επιστρέψει πίσω. Ο βασιλιάς ρώτησε τον Ξενοφώντα αν αγαπούσε αληθινά την κόρη του και αν κοντά του θα ήταν ευτυχισμένη. Το μήλο απάντησε με γλυκιά φωνή, ότι μόνο κοντά στον Ξενοφώντα η Μάρθα θα είναι ευτυχισμένη. Ο βασιλιάς ικανοποιημένος από την απάντηση αυτή έδωσε την συγκατάθεση του για τον γάμο.
Όλοι ήταν εκεί και στο βασίλειο του Πέρα-Πέρα φύσηξε αέρας ευτυχίας.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ B1
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΜΗΛΟΥ
Κάποτε, σε έναν απομακρυσμένο αγρό γεμάτο δέντρα και φρούτα ζούσε και μια μηλιά.
Στην εποχή της καρποφορίας ήταν φορτωμένη με μήλα. Στη «γέννηση» όμως ενός μήλου ένοιωσε έναν έντονο πόνο. «Ανυπόμονο θα είναι» είπε χαϊδεύοντας με τον αέρα τον κορμό της. Έτσι περνούσε ο καιρός. Όταν, όμως, ήρθε η κατάλληλη στιγμή, το μήλο επιτέλους γεννήθηκε. Ήταν ένα όμορφο, ζουμερό και κατακόκκινο μήλο.
«Καλωσόρισες» του φώναξαν τα αδέλφια του και του έκαναν χαρές και χάδια. Ξαφνικά όμως ,φύσηξε δυνατός αέρας. Τόσο δυνατός , που το μήλο μας έπεσε και παρασύρθηκε στο ποτάμι.
«Μην ανησυχείτε παιδιά, το ποτάμι είναι μαγικό και θα γιατρέψει τις πληγές του» είπε με καθησυχαστικό τρόπο η μάνα. Και σαν από θαύμα, στο ποτάμι , ναι, όλα τα ζουλήγματα και οι πληγές του εξαφανίστηκαν. Χωρίς καθόλου να το καταλάβει πέρασε μια ολόκληρη μέρα ταξιδεύοντας όπως πήγαιναν τα νερά. Δεν φοβόταν καθόλου. Ίσα- ίσα που του άρεσε. Έβλεπαν τόσα αξιοθαύμαστα πράγματα τα ματάκια του που δεν ήθελε να τελειώσει αυτό το ταξίδι.
Συγχρόνως ,όμως ,μεγάλωνε κιόλας . Την Πέμπτη μέρα είχε γίνει τόσο μεγάλο που φάνταζε σαν μεγάλο μπαλόνι. Εντωμεταξύ, στην πορεία του, αποκτούσε όλο και νέους φίλους. Τον Κοκκινολαίμη, τα αδέλφια καλάμια και άλλους πολλούς.
Και κυλούσαν και κυλούσαν μέχρι που το νερό άρχισε να μυρίζει ιώδιο και αλάτι. «Ω! όχι!» είπε το μηλαράκι τρομαγμένο. «Ο Κοκκινολαίμης μου είπε ότι η θάλασσα έχει πολλούς κινδύνους». Τα έχασε και δεν ήξερε τι να κάνει. Για μια στιγμή ένιωσε κάτι να το σηκώνει και να το βγάζει έξω από το νερό. «Ένα τρυφερό ανθρώπινο χέρι είναι αυτό!» σκέφτηκε. Γύρισε το κεφάλι του και είδε ένα κοριτσάκι. «Μπορώ να σε φάω;» ρώτησε. «Φυσικά!» απάντησε το μήλο. «Προτιμώ να με ευχαριστηθεί ένα κοριτσάκι παρά η θάλασσα» της είπε όλο χαρά. Το μηλαράκι συνέχισε να χαμογελά ευτυχισμένο μέχρι που έπεσε η πρώτη δαγκωνιά?.
ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΠΑΚΡΑΤΣΑ Β2
Το μήλο του χαμένου πειρατή
Μια φορά κι ένα καιρό στο βασίλειο του Πέρα ?Πέρα, ο Ξενοφών, ένας απλός υπηρέτης ερωτεύτηκε την κόρη του βασιλιά, τη Μάρθα. Όταν ο βασιλιάς έμαθε τα συναισθήματα του υπηρέτη τον κάλεσε και του είπε:
-Αν θες να παντρευτείς την κόρη μου πρέπει να μου φέρεις το μήλο του χαμένου πειρατή .Αν δεν πας θα σε στείλω στα λιοντάρια.
Ο υπηρέτης χωρίς να το σκεφτεί πολύ του απάντησε:
-Δέχομαι την προσφορά σου, αλλά δεν έχω ούτε καράβι ούτε πλήρωμα.
Τότε ο βασιλιάς του λέει:
-Θα σου δώσω το καλύτερο μου καράβι, όσο για το πλήρωμα υπάρχουν πολλοί άνεργοι ναύτες τους οποίους θα πληρώσεις με χρήματα που θα σου δώσω.Το ταξίδι σου ξεκινά αύριο το ξημέρωμα.
Ο βασιλιάς έβαλε αυτήν την δοκιμασία στον υπηρέτη για να δει αν πραγματικά αγαπούσε την κόρη του και αν θα κατάφερνε να αντιμετωπίσει εμπόδια που ούτε εκείνος είχε φανταστεί.
Η νύχτα πέρασε κι ο ήλιος ανέτειλε για άλλη μια φορά στον συννεφιασμένο ουρανό κι ο Ξενοφών πήγε στο λιμάνι για να διαλέξει το γενναίο πλήρωμα που θα τον ακολουθούσε στο μεγάλο αυτό το ταξίδι.
Διάλεξε για καπετάνιο τον καλύτερο, τον κάπτεν Σπάρκ , δυο ατρόμητους πειρατές κατάλληλους για σκληρές μάχες τον Κοκκινογένη και τον Τσακ- Σπάροου , δυο δυνατούς μούτσους που εγκατέλειψαν το χωριό τους γιατί βαρέθηκαν να πολεμούν τους Ρωμαίους και ήθελαν να κάνουν κάτι διαφορετικό τον Οβελίξ και τον φίλο του Αστερίξ και την καλύτερη μαγείρισσα του βασιλείου την Βέφα.
Όλα πήγαιναν μια χαρά το πλήρωμα βρισκόταν στην τρίτη μέρα του ταξιδιού, όταν ξαφνικά, στον ουρανό εμφανίστηκαν πέντε μεγάλα κάτασπρα πουλιά. Ήταν άγρια και έβγαζαν δυνατές κραυγές. Ο Κοκκινογένης μόλις τα είδε είπε στην μαγείρισσα να φτιάξει τα πιο νόστιμα της φαγητά για να τα ταΐσουν.
Ο Ξενοφών και οι υπόλοιποι κρύφτηκαν μέσα στο πλοίο γιατί τα πουλιά έκαναν επίθεση σε ότι κινούνταν.
Η Βέφα έβαλε όλη της την τέχνη και έφτιαξε υπέροχα παπουτσάκια, νοστιμότατα ψάρια με κρεμμύδια στο φούρνο, αρνάκι φρικασέ και δυο ροδοψημένες γαλοπούλες.
Ο Αστερίξ και ο Οβελίξ ανάλαβαν το τάϊσμα των πουλιών. Πετούσαν τις τροφές στον αέρα και αυτά με απίστευτη ταχύτητα τα καταβρόχθιζαν. Έφαγαν τόσο πολύ που στο τέλος έσκασαν από το φαί και έπεσαν στη θάλασσα. Τότε ο Τσακ-Σπάροου είπε με δυνατή φωνή:
-Γλιτώσαμε παιδιά, προχωράμε!
Ενώ όλα ήταν μια χαρά και ταξίδευαν σε ήρεμη και καταγάλανη θάλασσα, ο ουρανός μέσα σε λίγα λεπτά πήρε το ίδιο χρώμα που είχε η θάλασσα και το τοπίο έγινε ένα.
Ο Ξενοφών και το πλήρωμα τα έχασαν δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι γινόταν. Τα πάντα γύρω τους ήταν γαλάζια και νόμιζαν ότι βρίσκονταν στον αέρα. Ένα δυνατό μπουρίνι έφερε κύμα στην ήρεμη θάλασσα και λίγα μέτρα από την πλώρη του καραβιού εμφανίστηκε μια τεράστια ρουφήχτρα που πήρε ολόκληρο το πλοίο στο βυθό της θάλασσας.
Κατά ένα μαγικό τρόπο οι άνθρωποι μπορούσαν να αναπνέουν αλλά και να ταξιδεύουν μέσα στο βυθό. Όλοι τα είχαν χαμένα δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι συνέβαινε.
Δεν πέρασε αρκετή ώρα και στο βάθος της θάλασσας διέκριναν ένα παλάτι φτιαγμένο από όστρακα κάθε λογής.
Ο Κοκκινογένης με δυνατή φωνή είπε: Αχά! Το παλάτι του χαμένου πειρατή τελικά υπάρχει.
Κατέβηκαν από το καράβι και μπήκαν στο παλάτι. Ένας άντρας μεγαλόσωμος, με κοντά σγουρά μαλλιά, μαύρα μάτια και ντυμένος με όμορφα και καλοφτιαγμένα ρούχα τους ρώτησε τι ζητούσαν στο παλάτι του.
Ο Ξενοφών του είπε το λόγο για τον οποίο είχε κάνει αυτό το ταξίδι και εκείνος με βροντερή φωνή του απάντησε: το μήλο θα σου το δώσω μόνο αν μου υποσχεθείς ότι θα μου το επιστρέψεις πίσω. Είναι ένα μήλο μαγικό, στο άκουσμα μιας ερώτησης λέει πάντα την αλήθεια και είναι δώρο από την Μοίρα μου την ημέρα που γεννήθηκα.
Αφού του έδωσε τον λόγο του ξεκίνησαν το ταξίδι του γυρισμού και έφτασαν στο βασίλειο του Πέρα-Πέρα, όπου ο βασιλιάς τους περίμενε με μεγάλη ανυπομονησία.
Ο Ξενοφών του παρέδωσε το μήλο και του είπε ότι έπρεπε να το επιστρέψει πίσω. Ο βασιλιάς ρώτησε τον Ξενοφώντα αν αγαπούσε αληθινά την κόρη του και αν κοντά του θα ήταν ευτυχισμένη. Το μήλο απάντησε με γλυκιά φωνή, ότι μόνο κοντά στον Ξενοφώντα η Μάρθα θα είναι ευτυχισμένη. Ο βασιλιάς ικανοποιημένος από την απάντηση αυτή έδωσε την συγκατάθεση του για τον γάμο.
Όλοι ήταν εκεί και στο βασίλειο του Πέρα-Πέρα φύσηξε αέρας ευτυχίας.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ B1